μυδρίαση

μυδρίαση
η
(Α μυδρίασις και ιων. τ. μυδρίησις)
η διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού, που προκαλείται είτε από παράλυση τού οφθαλμικού παρασυμπαθητικού νεύρου τού σφιγκτήρα τής ίριδας είτε από διέγερση τού συμπαθητικού νεύρου που δρα στον διαστολέα τής ίριδας ή από κατάργηση τού αντανακλαστικού τής κόρης ή, τέλος, η οποία μπορεί να προκληθεί τεχνητά με τη χρήση τής ατροπίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + -ίασις (βλ. λ. -ίαση) μέσω ενός αμάρτυρου *μυδρ-ιάω. Η ασθένεια ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή η κόρη τού οφθαλμού κατά τη διαστολή της φαίνεται διάπυρη (πρβλ. γαλλ. mydriase)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυδριατικός — ή, ό [μυδρίαση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυδρίαση 2. αυτός που πάσχει από μυδρίαση 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυδριατικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα που έχουν την ιδιότητα να προκαλούν μυδρίαση …   Dictionary of Greek

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • κοκαΐνη — Χημική ένωση, με μοριακό τύπο C17H21NO4, η οποία ανήκει στα αλκαλοειδή. Βρίσκεται μαζί με άλλα αλκαλοειδή στα φύλλα του θαμνίσκου ερυθρόξυλο η κόκα (Erythroxylon coca) της οικογένειας των ερυθροξυλίδων (δικοτυλήδονα). Τα φύλλα του φυτού, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • μυδρίνη — η (φαρμ.) κολλύριο από εφεδρίνη και οματροπίνη το οποίο επιφέρει διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος (πρβλ. μυδρίαση)] …   Dictionary of Greek

  • πλατυκορία — η, ΝΑ, ιων. τ. πλατυκορίη Α παθολογική κατάσταση τού οφθαλμού κατά την οποία η κόρη διαστέλλεται περισσότερο από το κανονικό, κορεκτασία, μυδρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κόρη + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”