- μυδρίαση
- η(Α μυδρίασις και ιων. τ. μυδρίησις)η διαστολή τής κόρης τού οφθαλμού, που προκαλείται είτε από παράλυση τού οφθαλμικού παρασυμπαθητικού νεύρου τού σφιγκτήρα τής ίριδας είτε από διέγερση τού συμπαθητικού νεύρου που δρα στον διαστολέα τής ίριδας ή από κατάργηση τού αντανακλαστικού τής κόρης ή, τέλος, η οποία μπορεί να προκληθεί τεχνητά με τη χρήση τής ατροπίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύδρος + -ίασις (βλ. λ. -ίαση) μέσω ενός αμάρτυρου *μυδρ-ιάω. Η ασθένεια ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή η κόρη τού οφθαλμού κατά τη διαστολή της φαίνεται διάπυρη (πρβλ. γαλλ. mydriase)].
Dictionary of Greek. 2013.